ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σωριάζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

σωριάζω < σωρός + -ιάζω

Ρήμα

σωριάζω (παθητική φωνή: σωριάζομαι)

βάζω κάποια πράγματα έτσι, ώστε να σχηματιστεί σωρός

Άλλες μορφές

σωρεύω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σωριάζω σώριαζα θα σωριάζω να σωριάζω σωριάζοντας
β' ενικ. σωριάζεις σώριαζες θα σωριάζεις να σωριάζεις σώριαζε
γ' ενικ. σωριάζει σώριαζε θα σωριάζει να σωριάζει
α' πληθ. σωριάζουμε σωριάζαμε θα σωριάζουμε να σωριάζουμε
β' πληθ. σωριάζετε σωριάζατε θα σωριάζετε να σωριάζετε σωριάζετε
γ' πληθ. σωριάζουν(ε) σώριαζαν
σωριάζαν(ε)
θα σωριάζουν(ε) να σωριάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σώριασα θα σωριάσω να σωριάσω σωριάσει
β' ενικ. σώριασες θα σωριάσεις να σωριάσεις σώριασε
γ' ενικ. σώριασε θα σωριάσει να σωριάσει
α' πληθ. σωριάσαμε θα σωριάσουμε να σωριάσουμε
β' πληθ. σωριάσατε θα σωριάσετε να σωριάσετε σωριάστε
γ' πληθ. σώριασαν
σωριάσαν(ε)
θα σωριάσουν(ε) να σωριάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σωριάσει είχα σωριάσει θα έχω σωριάσει να έχω σωριάσει
β' ενικ. έχεις σωριάσει είχες σωριάσει θα έχεις σωριάσει να έχεις σωριάσει
γ' ενικ. έχει σωριάσει είχε σωριάσει θα έχει σωριάσει να έχει σωριάσει
α' πληθ. έχουμε σωριάσει είχαμε σωριάσει θα έχουμε σωριάσει να έχουμε σωριάσει
β' πληθ. έχετε σωριάσει είχατε σωριάσει θα έχετε σωριάσει να έχετε σωριάσει
γ' πληθ. έχουν σωριάσει είχαν σωριάσει θα έχουν σωριάσει να έχουν σωριάσει



Συνώνυμα

επισωρεύω

Μεταφράσεις
σωριάζω

αγγλικά : heap (en)
γαλλικά : empiler (fr), entasser (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License