ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σοφός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική σοφός σοφή σοφό
γενική σοφού σοφής σοφού
αιτιατική σοφό σοφή σοφό
κλητική σοφέ σοφή σοφό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική σοφοί σοφές σοφά
γενική σοφών σοφών σοφών
αιτιατική σοφούς σοφές σοφά
κλητική σοφοί σοφές σοφά

Ετυμολογία

σοφός < αρχαία ελληνική σοφός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)

Επίθετο

σοφός

(για άνθρωπο) που γνωρίζει πολλά για τον κόσμο και τα πράγματα και η γνώση του έχει βάθος, ποιότητα και αποτελεσματικότητα
(για ενέργεια, λόγο κ.λπ.) που χαρακτηρίζεται από γνώση και ορθή κρίση

Συγγενικές λέξεις

σοφά
σοφία

Μεταφράσεις
σοφός

αγγλικά : wise (en)
γαλλικά : sage (fr)
εσπεράντο : saĝa (eo)


Ουσιαστικό

σοφός αρσενικό

σοφός

Μεταφράσεις
σοφός

αγγλικά : sage (en)
γαλλικά : sage (fr)
εσπεράντο : saĝulo (eo)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License