ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


πατερναλισμός

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατερναλισμός οι πατερναλισμοί
      γενική του πατερναλισμού των πατερναλισμών
    αιτιατική τον πατερναλισμό τους πατερναλισμούς
     κλητική πατερναλισμέ πατερναλισμοί
Παράρτημα

Ετυμολογία

πατερναλισμός < αγγλική paternalism < paternal + -ism

Ουσιαστικό

πατερναλισμός αρσενικό

η, υπό το πρόσχημα της προστασίας, άσκηση πολιτικής που στοχεύει στον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών

Συνώνυμα: πατρονάρισμα, ποδηγέτηση, ποδηγεσία, καναλιζάρισμα, κηδεμονία, κηδεμόνευση, μανιπουλάρισμα, ετεροκατεύθυνση, χειραγώγηση

είναι η νοοτροπία που επιδεικνύει μέριμνα για τους ανήμπορους, όπως ο πατέρας για το παιδί του

Συγγενικές λέξεις

πατερναλιστής
πατερναλιστικός

Μεταφράσεις
πατερναλισμός


αγγλικά : paternalism (en)
γαλλικά : paternalisme (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License