ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νευριάζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

νευριάζω < προκαλώ εκνευρισμό σε κάποιον

Ρήμα

νευριάζω

προκαλώ εκνευρισμό σε κάποιον

η κόρη του αντιδρά σε ό,τι της λέει και τον νευριάζει!

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νευριάζω νευρίαζα θα νευριάζω να νευριάζω νευριάζοντας
β' ενικ. νευριάζεις νευρίαζες θα νευριάζεις να νευριάζεις νευρίαζε
γ' ενικ. νευριάζει νευρίαζε θα νευριάζει να νευριάζει
α' πληθ. νευριάζουμε νευριάζαμε θα νευριάζουμε να νευριάζουμε
β' πληθ. νευριάζετε νευριάζατε θα νευριάζετε να νευριάζετε νευριάζετε
γ' πληθ. νευριάζουν(ε) νευρίαζαν
νευριάζαν(ε)
θα νευριάζουν(ε) να νευριάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νευρίασα θα νευριάσω να νευριάσω νευριάσει
β' ενικ. νευρίασες θα νευριάσεις να νευριάσεις νευρίασε
γ' ενικ. νευρίασε θα νευριάσει να νευριάσει
α' πληθ. νευριάσαμε θα νευριάσουμε να νευριάσουμε
β' πληθ. νευριάσατε θα νευριάσετε να νευριάσετε νευριάστε
γ' πληθ. νευρίασαν
νευριάσαν(ε)
θα νευριάσουν(ε) να νευριάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω νευριάσει είχα νευριάσει θα έχω νευριάσει να έχω νευριάσει
β' ενικ. έχεις νευριάσει είχες νευριάσει θα έχεις νευριάσει να έχεις νευριάσει
γ' ενικ. έχει νευριάσει είχε νευριάσει θα έχει νευριάσει να έχει νευριάσει
α' πληθ. έχουμε νευριάσει είχαμε νευριάσει θα έχουμε νευριάσει να έχουμε νευριάσει
β' πληθ. έχετε νευριάσει είχατε νευριάσει θα έχετε νευριάσει να έχετε νευριάσει
γ' πληθ. έχουν νευριάσει είχαν νευριάσει θα έχουν νευριάσει να έχουν νευριάσει



Μεταφράσεις
νευριάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License