ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νερώνω

Ελληνικά

Ετυμολογία

νερώνω < νερ(ό) + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /nɛ.ˈɾɔ.nɔ/

Ρήμα

νερώνω (παθητική φωνή: νερώνομαι)

προσθέτω νερό σε κάποιο υγρό προς αραίωσή του, νόθευση ή ελάττωση της έντασής του

Συγγενικές λέξεις

νέρωμα
ξενέρα
ξενέρωμα
ξενερώνω
ξενέρωτος
→ δείτε τις λέξεις νερό και νέος

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νερώνω νέρωνα θα νερώνω να νερώνω νερώνοντας
β' ενικ. νερώνεις νέρωνες θα νερώνεις να νερώνεις νέρωνε
γ' ενικ. νερώνει νέρωνε θα νερώνει να νερώνει
α' πληθ. νερώνουμε νερώναμε θα νερώνουμε να νερώνουμε
β' πληθ. νερώνετε νερώνατε θα νερώνετε να νερώνετε νερώνετε
γ' πληθ. νερώνουν(ε) νέρωναν
νερώναν(ε)
θα νερώνουν(ε) να νερώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νέρωσα θα νερώσω να νερώσω νερώσει
β' ενικ. νέρωσες θα νερώσεις να νερώσεις νέρωσε
γ' ενικ. νέρωσε θα νερώσει να νερώσει
α' πληθ. νερώσαμε θα νερώσουμε να νερώσουμε
β' πληθ. νερώσατε θα νερώσετε να νερώσετε νερώστε
γ' πληθ. νέρωσαν
νερώσαν(ε)
θα νερώσουν(ε) να νερώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω νερώσει είχα νερώσει θα έχω νερώσει να έχω νερώσει
β' ενικ. έχεις νερώσει είχες νερώσει θα έχεις νερώσει να έχεις νερώσει
γ' ενικ. έχει νερώσει είχε νερώσει θα έχει νερώσει να έχει νερώσει
α' πληθ. έχουμε νερώσει είχαμε νερώσει θα έχουμε νερώσει να έχουμε νερώσει
β' πληθ. έχετε νερώσει είχατε νερώσει θα έχετε νερώσει να έχετε νερώσει
γ' πληθ. έχουν νερώσει είχαν νερώσει θα έχουν νερώσει να έχουν νερώσει



Μεταφράσεις
νερώνω

αγγλικά : water down (en)
γερμανικά : verwässern (de)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License