ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νεοσύλλεκτος

Ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσύλλεκτος οι νεοσύλλεκτοι
      γενική του νεοσυλλέκτου
& νεοσύλλεκτου
των νεοσυλλέκτων
& νεοσύλλεκτων
    αιτιατική τον νεοσύλλεκτο τους νεοσυλλέκτους
& νεοσύλλεκτους
     κλητική νεοσύλλεκτε νεοσύλλεκτοι
Παράρτημα

Ετυμολογία

νεοσύλλεκτος < νεο- + συλλέγω + -τος

Ουσιαστικό

νεοσύλλεκτος αρσενικό

ο νέος στρατιώτης, αυτός που κατατάχτηκε πρόσφατα

Μεταφράσεις
νεοσύλλεκτος

αγγλικά : rookie (en), recruit (en), draftee (en), ανεπίσημο: plebe (en), δευτερεύουσα μεταφραστική επιλογή: newbie (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License