ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


νεφελώδης

Ελληνικά


πτώση ενικός
ονομαστική νεφελώδης νεφελώδης νεφελώδες
γενική νεφελώδους νεφελώδους νεφελώδους
αιτιατική νεφελώδη νεφελώδη νεφελώδες
κλητική νεφελώδη(ς) νεφελώδης νεφελώδες
πτώση πληθυντικός
ονομαστική νεφελώδεις νεφελώδεις νεφελώδη
γενική νεφελωδών νεφελωδών νεφελωδών
αιτιατική νεφελώδεις νεφελώδεις νεφελώδη
κλητική νεφελώδεις νεφελώδεις νεφελώδη

Ετυμολογία

νεφελώδης < αρχαία ελληνική νεφελώδης < νεφέλη + -ώδης

Επίθετο

νεφελώδης, -ης, -ες

που έχει σύννεφα

ο καιρός θα είναι κατά τόπους νεφελώδης

που μοιάζει με σύννεφο
(μεταφορικά) αόριστος, σκοτεινός

μας παρουσίασε νεφελώδη σχέδια για επενδύσεις που δεν έπεισαν κανέναν

Συνώνυμα

νεφώδης

Μεταφράσεις
νεφελώδης

αγγλικά : cloudy (en)
γαλλικά : 1.,2. nuageux (fr) 3. nébuleux (fr)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

νεφελώδης < νεφέλη + -ώδης

Επίθετο

νεφελώδης

που είναι γεμάτος σύννεφα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License