ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


μωρολογία
Ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μωρολογία οι μωρολογίες
      γενική της μωρολογίας των μωρολογιών
    αιτιατική τη μωρολογία τις μωρολογίες
     κλητική μωρολογία μωρολογίες
Παράρτημα

Ετυμολογία

μωρολογία < αρχαία ελληνική μωρολογία < μωρολόγος < μωρός + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /mɔ.ɾɔ.lɔ.ˈʝi.a/

Ουσιαστικό

μωρολογία θηλυκό

(λόγιο) ανοησία, ανόητες φλυαρίες

Συγγενικές λέξεις

μωρολόγημα
μωρολογημένος
μωρολόγος
μωρολογώ
→ δείτε τις λέξεις μωρός και λέγω

Μεταφράσεις
μωρολογία

γαλλικά : radotage (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License