ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λυπάμαι

Ελληνικά

Ετυμολογία

λυπάμαι, παθητική φωνή του λυπώ

Προφορά

ΔΦΑ : /li.ˈpa.mɛ/

Ρήμα

λυπάμαι/λυπούμαι, π.πρτ.: λυπόμουν(α), π.αόρ.: λυπήθηκα, μτχ.π.π.: λυπημένος, (ενεργ.: λυπώ)

αισθάνομαι λύπη

≈ συνώνυμα: στεναχωριέμαι, θλίβομαι

λυπάμαι που φεύγεις

αισθάνομαι λύπη, συμπόνια και οίκτο για κάποιον

≈ συνώνυμα: σπλαχνίζομαι, συμπονώ

τον λυπήθηκαν και του έδωσαν χρήματα

υπολογίζω κάτι, με νοιάζει

δε λυπάσαι το νερό κι αφήνεις τη βρύση να τρέχει;

δεν ξοδεύω

≈ συνώνυμα: τσιγκουνεύομαι

λυπήθηκες το αλάτι και δεν έβαλες στο φαγητό;

Συγγενικές λέξεις

λύπη
λυπημένος
λυπημός
λυπηρός
λύπηση
λυπητερός
λυπομανής
λυπομανία
λυπώ

Κλίση

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. λυπάμαι
λυπούμαι
λυπόμουν(α) θα λυπάμαι
λυπούμαι
να λυπάμαι
λυπούμαι
λυπούμενος
β' ενικ. λυπάσαι λυπόσουν(α) θα λυπάσαι να λυπάσαι
γ' ενικ. λυπάται λυπόταν(ε) θα λυπάται να λυπάται
α' πληθ. λυπόμαστε
λυπούμαστε
λυπόμαστε
λυπόμασταν
θα λυπόμαστε
λυπούμαστε
να λυπόμαστε
λυπούμαστε
β' πληθ. λυπάστε λυπόσαστε
λυπόσασταν
θα λυπάστε να λυπάστε λυπείστε - λυπιέστε
γ' πληθ. λυπούνται λυπούνταν θα λυπούνται να λυπούνται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. λυπήθηκα θα λυπηθώ να λυπηθώ λυπηθεί
β' ενικ. λυπήθηκες θα λυπηθείς να λυπηθείς λυπήσου
γ' ενικ. λυπήθηκε θα λυπηθεί να λυπηθεί
α' πληθ. λυπηθήκαμε θα λυπηθούμε να λυπηθούμε
β' πληθ. λυπηθήκατε θα λυπηθείτε να λυπηθείτε λυπηθείτε
γ' πληθ. λυπήθηκαν
λυπηθήκαν(ε)
θα λυπηθούν(ε) να λυπηθούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω λυπηθεί είχα λυπηθεί θα έχω λυπηθεί να έχω λυπηθεί λυπημένος
β' ενικ. έχεις λυπηθεί είχες λυπηθεί θα έχεις λυπηθεί να έχεις λυπηθεί
γ' ενικ. έχει λυπηθεί είχε λυπηθεί θα έχει λυπηθεί να έχει λυπηθεί
α' πληθ. έχουμε λυπηθεί είχαμε λυπηθεί θα έχουμε λυπηθεί να έχουμε λυπηθεί
β' πληθ. έχετε λυπηθεί είχατε λυπηθεί θα έχετε λυπηθεί να έχετε λυπηθεί
γ' πληθ. έχουν λυπηθεί είχαν λυπηθεί θα έχουν λυπηθεί να έχουν λυπηθεί

Μεταφράσεις
λυπάμαι

αγγλικά : be sorry (en), feel sorry for (en)
γαλλικά : regretter (fr), plaindre (fr)
γερμανικά : bedauern (de), leidtun (de)
κροατικά : žaliti (hr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License