ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχορύπανση οι ηχορυπάνσεις
      γενική της ηχορύπανσης* των ηχορυπάνσεων
    αιτιατική την ηχορύπανση τις ηχορυπάνσεις
     κλητική ηχορύπανση ηχορυπάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχορυπάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηχορύπανση < ήχος + ρύπανση

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xoˈɾi.pan.si/

Ουσιαστικό

ηχορύπανση θηλυκό

η επιβάρυνση του οικιστικού ιδίως περιβάλλοντος με συχνούς, δυνατούς και δυσάρεστους ήχους

Μεταφράσεις
ηχορύπανση

αγγλικά : noise pollution (en)
γαλλικά : pollution sonore (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License