ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αηδία

Ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αηδία οι αηδίες
      γενική της αηδίας των αηδιών
    αιτιατική την αηδία τις αηδίες
     κλητική αηδία αηδίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αηδία < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀηδία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.iˈði.a/
συλλαβισμός : α‐η‐δί‐α

Ουσιαστικό

αηδία θηλυκό

αίσθημα αποστροφής για κάτι

※ Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους / αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία... / Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, / θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία. (Κώστας Καρυωτάκης, Πρέβεζα)

Εκφράσεις

αηδίες και ξεράσματα
καταντώ αηδία
μέχρι αηδίας: σε υπέρμετρο βαθμό, υπερβολικά

Συγγενικές λέξεις

αηδιάζω
αηδιαστικός

Μεταφράσεις
αηδία


αγγλικά : disgust (en)
γαλλικά : dégoût (fr)
γερμανικά : Ekel (de)
εβραϊκά : גועל נפש (he)
ισπανικά : aversión (es)
ιταλικά : schifo (it)
ουγγρικά : undor (hu)
πολωνικά : odraza (pl)
πορτογαλικά : nojo (pt)

Αναφορές

αηδία στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License